Σκωτσέζος

Σκωτσέζος
ο , Σκωτσέζοςα η швед, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Σκωτσέζος" в других словарях:

  • Σκωτσέζος — και Σκοτσέζος, ο, θηλ. Σκωτσέζα και Σκοτσέζα, Ν ο Σκώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκώτος / Σκότος αναλογικά προς τη λ. εγγλέζος και με επίδραση τών τ. Scots και Scotch] …   Dictionary of Greek

  • Σκοτσέζος — ο, θηλ. Σκοτσέζα, Ν βλ. Σκωτσέζος …   Dictionary of Greek

  • Σκώτος — και Σκότος, ο, Ν αυτός που κατάγεται από τη Σκωτία ή ο κάτοικος τής Σκωτίας, Σκωτσέζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Scot < αρχ. αγγλ. Scottas < υστερολατ. Scotus / Scottus] …   Dictionary of Greek

  • σκωτσέζικος — η, ο, Ν [Σκωτσέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικα η σκωτική γλώσσα. επίρρ... σκωτσέζικα κατά τρόπο σκωτσέζικο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»